νεανικός

νεανικός
-ή, -ό (ΑΜ νεανικός και Α ιων. τ. νεηνικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε νεανία (α. «νεανικό φέρσιμο», β. «ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῑ τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῑν», Αριστοφ.)
2. δραστήριος, ρωμαλέος, ορμητικός, ζωηρός
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ νεανικός
νεαρό άτομο
αρχ.
1. (για εδώδιμο) αυτός που αρμόζει σε νέο, αυτός που προσφέρεται σε μεγάλη μερίδα, άφθονος
2. (σχετικά με δένδρα) εύρωστος, ακμαίος («κλῆμα δυνατὸν καὶ νεανικόν», Θεόφρ.)
3. γενναίος, μεγαλόψυχος
4. (με κακή σημ.) αυθάδης, αλαζόνας, απερίσκεπτος («τὸ νεανικὸν δὴ τοῡτο τοῡ σοῡ λόγου», Πλάτ.)
5. ισχυρός («παρ' ἡμῑν δ' ἦν φόβος νεανικός, πόθεν ποτ' εἴη φθόγγος», Ευρ.)
6. (το ουδ. υπερθ. ως ουσ.) τὸ νεανικώτατον
πάρα πολύ τολμηρή πράξη.
επίρρ...
νεανικώς και -ά (ΑΜ νεανικῶς)
με νεανικό τρόπο, ορμητικά, δραστήρια
αρχ.
1. με νεανικό σφρίγος, ζωηρά («καὶ παγκράτιόν γ' ὑπαλειψαμένοις νεανικῶς παίειν», Αριστοφ.)
2. με δύναμη, με ορμή
3. με υπερβολή
4. με στερεότητα («προσπέφυκε δὲ νεανικῶς κατὰ τὸ μέσον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. νεαν-ίας + κατάλ. -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεανικός — νεᾱνικός , νεανικός youthful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε νέο, ρωμαλέος, ορμητικός: Νεανικές τρέλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεανικά — νεᾱνικά , νεανικός youthful neut nom/voc/acc pl νεᾱνικά̱ , νεανικός youthful fem nom/voc/acc dual νεᾱνικά̱ , νεανικός youthful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανικώτερον — νεᾱνικώτερον , νεανικός youthful adverbial comp νεᾱνικώτερον , νεανικός youthful masc acc comp sg νεᾱνικώτερον , νεανικός youthful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανικώ — νεανικῶ, έω (Α) [νεανικός] 1. είμαι νέος 2. είμαι νεανικός …   Dictionary of Greek

  • νεανικωτάτας — νεᾱνικωτάτᾱς , νεανικός youthful fem acc superl pl νεᾱνικωτάτᾱς , νεανικός youthful fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανικωτέραις — νεᾱνικωτέραις , νεανικός youthful fem dat comp pl νεᾱνικωτέρᾱͅς , νεανικός youthful fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανικωτέρας — νεᾱνικωτέρᾱς , νεανικός youthful fem acc comp pl νεᾱνικωτέρᾱς , νεανικός youthful fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανικωτέρων — νεᾱνικωτέρων , νεανικός youthful fem gen comp pl νεᾱνικωτέρων , νεανικός youthful masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεανικῶν — νεανικέω to be youthful pres part act masc nom sg (attic epic doric) νεᾱνικῶν , νεανικός youthful fem gen pl νεᾱνικῶν , νεανικός youthful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”